- ὀπισθοκέλευθος
- ὀπισθοκέλευθοςfollowing behindmasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
οπισθοκέλευθος — ὀπισθοκέλευθος, ον (Α) αυτός που ακολουθεί κάποιον βαθίζοντας πίσω του, ακόλουθος. [ΕΤΥΜΟΛ. < οπισθ(ο) * + κέλευθος «δρόμος, οδός» (πρβλ. οξυ κέλευθος)] … Dictionary of Greek
ὀπισθοκέλευθον — ὀπισθοκέλευθος following behind masc/fem acc sg ὀπισθοκέλευθος following behind neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κέλευθος — κέλευθος, ἡ, ο πληθ. και κέλευθα, τὰ (Α) 1. δρόμος, οδός, ατραπός 2. πορεία, οδοιπορία, ταξίδι σε στεριά ή θάλασσα 3. μτφ. ο ανοιχτός δρόμος ενέργειας, ο τρόπος πράξης («ἔργων κέλευθον ἄν καθαράν», Πίνδ.) 4. μακρινό ταξίδι, μεγάλη απόσταση… … Dictionary of Greek
οπισθ(ο)- — (ΑΜ οπισθ[ο] ) α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, που ανάγεται στο επίρρ. ὄπισθεν (το ο από το συνδετικό φωνήεν) και δηλώνει ότι το β συνθετικό βρίσκεται πίσω (πρβλ. οπισθ αύλιο, οπισθό δομος, οπισθο κάλυμμα) ή… … Dictionary of Greek